προσεργος

προσεργος
    πρόσεργος
    πρόσ-εργος
    2
    постоянно работающий, неутомимый
    

(ἄτρακτος Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "προσεργος" в других словарях:

  • πρόσεργος — ον, Α 1. αυτός που προσφέρει ακόμη περισσότερο έργο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρόσεργον α) κέρδος από χρήματα, τόκος β) έκτακτη, πρόσθετη εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἔργον (πρβλ. πάρ εργον)] …   Dictionary of Greek

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… …   Dictionary of Greek

  • πρόσεργον — τὸ, Α βλ. πρόσεργος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»